Λόγω των συχνών επιδρομών αλλά και στρατιωτικών κατοχών από τους Ρωμαίους, τους Φράγκους μέχρι και τους Τούρκους πολλές λέξεις δημιουργήθηκαν και ονόματα τοποθεσιών τροποποιήθηκαν. Το ίδιο το όνομα της πόλης μετετράπη από ΑΜΒΡΥΣΣΟΣ σε ΔΙΣΤΟΜΟ. (βλέπε ενότητα ΙΣΤΟΡΙΑ). Ιστορικά δεν αναφέρεται καμμία Σλαβική ή Αρβανίτικη επιρροή και έτσι δεν συναντώνται αντίστοιχες μετατροπές ονομασιών σε περιοχές όπως Αράχοβα (-οβα:Σλαβική κατάληξη) από Κηρύκειο που ήταν η αρχαϊκή της ονομασία.
Οι Διστομίτες γλωσσικά έχουν τους φθογγισμούς και τις κλίσεις της ρουμελιώτικης διαλέκτου (γλώσσα Μακρυγιάννη), αλλά έχουν κρατήσει και τις δικές τους λέξεις. Δέν είναι λίγες αυτές που το πλούσιο λεξιλόγιο του ρουμελιώτικου λαού δημιούργησε και αρκετές από αυτές έχουν αρχαία καταγωγή λόγω και της Δωρικής προέλευσης των Διστομιτών:
Υπάρχουν πολλοί τοπικοί γλωσσικοί ιδιωματισμοί αλλά και ιδιαίτεροι τρόποι προφοράς με χαρακτηριστικότερα την συντόμευση ονομάτων (Χαρλάμ'ς αντί Χαράλαμπος, πιδί αντί παιδί) και το κόψιμο των καταλήξεων (σπιτ αντί σπίτι, χουράφ αντί χωράφι). Αντίθετα συνήθως διατηρείται όταν συνοδεύεται από κτητική αντωνυμία, το χουράφι μ' (το χωράφι μου), το σπίτι σ' (το σπίτι σου), αλλά και ο πατέρα μ' (ο πατέρας μου). Επίσης γκιαμ(ι) = τζάμι. Μερικές φορές συναντάται και αλλαγή γένους (ο τζάκης αντί το τζάκι - λέξη τούρκικης προέλευσης).
Παράλληλα αναπτύχθηκαν πολλές παρωνυμίες (παρατσούκλια) αντί για επώνυμα, που χαρακτηρίζουν ολόκληρες οικογένειες και διατηρήθηκαν για αρκετές γενιές μέχρι και σήμερα.
Στη περιοχή του Στειρίου αλλά και στο ορεινότερο Κυριάκι, η βασική παλαιότερη γλώσσα ήταν τα "αρβανίτικα", (arbërisht) αλλά με το καιρό ελάχιστοι τη θυμούνται και την ενθαρρύνουν πια. Σήμερα τα αρβανίτικα συγκαταλέγονται στις απειλούμενες από εξαφάνιση γλώσσες της Ευρώπης. Η συρρίκνωσή τους επιταχύνθηκε μετά τη δεκαετία του 1970 από διάφορους κοινωνικοοικονομικούς και ιδεολογικούς παράγοντες.
Παλαιότερα η ιδιωματική προφορά και οι πολλές άγνωστες λέξεις δημιουργούσαν προβλήματα επικοινωνίας με τους ανθρώπους της πόλης οι οποίοι δυσκολεύονταν να παρακολουθήσουν το τοπικό ιδίωμα, αλλά η καλή και ανοιχτή επαφή του εντοπίων με τους επισκέπτες, η ανάπτυξη της παιδείας (γραφή) και φυσικά η αποκατάσταση των οδικών επικοινωνιών (μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60, η απόσταση από την Αθήνα ήταν περί τις 3,5 ώρες!) και ο εκσυγχρονισμός των συγκοινωνιών, με τον καιρό εξαφάνισαν σχεδόν τα προβλήματα αυτά.
Σήμερα μόνο οι παλιότεροι και κάποιοι νεότεροι για λόγους οικειότητας στις προσωπικές επαφές τους διατηρούν τα ιδιώματα αυτά, ή ακόμα και για λόγους προσωπικής επιλογής, χωρίς αισθήματα μειονεξίας και ενοχής αλλά με υπερηφάνια για τη διατήρηση και χρήση της τοπικής γλώσσας.
Επίσης υπήρχε στούς πολύ παλιούς Διστομίτες το φαινόμενο του ρωτακισμού.
παλιόστσ(υ)λο αντί για παλιόσκυλο (τσ)=κ αλλα σε ορισμένες λέξεις.
Οι γεροντότεροι ακόμη χρησιμοποιούν τον παλαιότερο παρατατικό, ειδικά στην μέση φωνή.
Τούτος (αντί γι αυτός) καθέταν αυτού, αντί για καθόταν.
Ο Γιάνν(η)ς ερχέταν απ'τον γιαλό, αντί για ερχόταν.
χάμω=κάτω, αρχαίο χαμαί.
δώθε, κείθε, πούθε επιρρήματα. (Σύγκρινε πόθεν έσχες)
Ενδεικτικές λέξεις και εκφράσεις
αφουγκράζομ(αι) = ακούω από+ακρόαση.
παραστιά = δίπλα στην φωτιά στο τζάκι παρά+εστία
αρμακάς = πέτρινο τειχίο αρχ.λέξη αρμός
νίβομαι, νίψ(ου) - προστακτική (από το νίπτομαι)
κολλάω τ(η)ν (α)σκάλα και αρποκολλιέμαι. Περίφραση για το ανεβαίνω.
προβάτα (προστακτική) = περπάτα προ+βαίνω.
τήρα = κοίτα παρατηρώ - παρατήρηση και τα παραγωγά της.
σύρε = πήγαινε
ηύρα = αντί για βρήκα
γιαλός = παραλία, θάλασσα (παρα θιν'αλός)
απ(ι)στομιέμαι = πέφτω απίστομα (ανάποδα)+πίπτω
μπηχτοκέφαλα επίρρημα = πέφτω με το κεφάλι, πίγνημι(μπήχνω)+κεφαλή
κανείν αντί για την αιτιατική κανέναν (αρχαϊκός δυικός τύπος της δωρικής διαλέκτου).
τίνος χρησιμοποιείται η αρχαία ερωτηματική αντωνυμία (τίνος είσαι);
φροματάω = αγριεύομαι, αλαλάζω.
αυτού (επίρρημα) = εκεί. Είναι πιο ειδικό δεικτικό επίρρημα, γιατί δηλώνει και τόπο ακόμη. (συχνά στον Θουκυδίδη)
λοβός = χαζός, ανόητος (παράβαλε λοβοτομή).
ξαργού = επίτηδες (εξ έργου)
μαργώνω = κρυώνω (αρχαίο ρήμα μάργνυμι)
δραίμω = τρέχω γρήγορα, φεύγω (αρχαίο ρήμα θέομαι με β'αόριστο έδραμον)
μανάρια = πρόβατα (συναντάται και αλλού)
κιουράπ(ι) = κάλτσα
βρωμοταρεύω = μαζεύομαι, κάθομαι ήσυχος (δωρικό τάρας=ησυχία, γαλήνη, ειρήνη)
(*) Ευχαριστούμε τον συμπολίτη μας Θέμη Παπαϊωάννου για τις παρατηρήσεις του και το υλικό που μας έστειλε. Παράλληλα διατηρεί και ένα αρκετά επίκαιρο blog σχετικά με το Δίστομο
< Προηγούμενο | Επόμενο > |
---|